- κατατάσσω
- (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω)1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέσηνεοελλ.(για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω κάποιον στη δύναμη όπλου ή στρατιωτικής μονάδας («τόν κατέταξαν στο πεζικό»)μσν.1. καταπραύνω, γαληνεύω κάποιον2. υποτάσσω κάποιον3. (αμτβ.) ηρεμώ, ειρηνεύω4. παθ. κατατάσσομαικατακαθίζωαρχ.1. σχεδιάζω χάρτες2. (για σπασμένα οστά ή εξαρθρωμένα μέλη) ανατάσσω, επαναφέρω, επανατοποθετώ στη θέση του3. ορίζω κάποιον να κάνει κάτι, και ειδ. να πάει σε κάποιο τόπο («τινὰς δ' εἰς αὐτὴν Καρχηδόνα κατέταξεν», Πολ.)4. πάπ. καταθέτω, πληρώνω στο δημόσιο ταμείο5. επιγρ. πάπ. (για χρηματικό ποσό) προστίθεμαι σε κάποιο κεφάλαιο6. γράφω κατά σειρά, καταγράφω7. χωνεύω8. παθ. έρχομαι σε συμβιβασμό, σε συνεννόηση9. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατατεταγμένος, -η, -ονδιαιρεμένος σε τάξεις.
Dictionary of Greek. 2013.